Ο Λέων της Αμφίπολης είναι έργο επιτάφιας πλαστικής του 4ου αιώνα προ κοινής χρονολόγησης, μνημείο πολεμικής δόξας και πράξης. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Λαζαρίδη, στήθηκε προς τιμή του Λαομέδοντα από τη Λέσβο, ενός από τους αξιολογότερους τριηράρχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εγκαταστάθηκαν στην Αμφίπολη, ενώ σύμφωνα με μια εκδοχή βρισκόταν στην κορυφή του Τύμβου Καστά, άποψη που αμφισβητήθηκε. Στις πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν εκεί, βρέθηκαν τμήματα της ράχης του γλυπτού καθώς και τα θεμέλια του πρώτου βάθρου, στην κορυφή του λόφου.
Η ανεύρεση του μνημείου είναι συνδεδεμένη με τη νεότερη πολεμική ιστορία της Μακεδονίας, καθώς ο εντοπισμός των πρώτων τμημάτων του οφείλεται σε Έλληνες στρατιώτες, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και μερικά χρόνια αργότερα το 1916 η ανακάλυψη περαιτέρω τμημάτων από Άγγλους στρατιώτες κατά την κατασκευή οχυρωματικών έργων κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετέπειτα, κατά την εκτέλεση των έργων αποξήρανσης του Στρυμόνα από την εταιρεία Μονξ-Γιούλεν την δεκαετία του ’30, αποκαλύφθηκαν στις εκβολές του ερείπια αρχαίας γέφυρας και βρέθηκαν μέσα σε λάσπη του ποταμού τεράστια τεμάχια του μαρμάρινου λέοντος. Παρά ταύτα, το 1937, χάρη σε πρωτοβουλία του πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα Λίνκολν ΜακΒη, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη συμπληρωματική ενίσχυση του ελληνικού κράτους, ο Λέων της Αμφίπολης αναστηλώθηκε.

Ενδεικτικό της συμβολικής σημασίας των λεόντων ως σήματα σε τάφους είναι και το παρακάτω επίγραμμα που έγραψε τον 2ο αι. μ.Χ. ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Σιδώνιος για κάποιον Τελευτία του Θευδώρου, ο οποίος, βέβαια, δεν προκύπτει ότι σχετίζεται με την Αμφίπολη ή τον εκεί λέοντα:

«Εἰπέ, λέων, φθιμένοιο τίνος τάφον ἀμφιβέβηκας, βουφάγε; τίς τᾶς σᾶς ἄξιος ἦν ἀρετᾶς; — υἱὸς Θευδώροιο Τελευτίας, ὃς μέγα πάντων φέρτερος ἦν, θηρῶν ὅσσον ἐγὼ κέκριμαι. οὐχὶ μάταν ἕστακα, φέρω δέ τι σύμβολον ἀλκᾶς ἀνέρος· ἦν γὰρ δὴ δυσμενέεσσι λέων.»

Η όλη διαδικασία της ανασκαφής και τα ευρήματα έχουν καταγραφεί λεπτομερώς από τον Όσκαρ Μπρονέρ στο βιβλίο ‘The Lion of Amphipolis’ το οποίο εκδόθηκε το 1941 στα αγγλικά.
Ο Λέων της Αμφίπολης, αν και καθισμένος, είναι μεγαλύτερος από τον λέοντα της Χαιρωνείας· έχει ύψος περισσότερο από τέσσερα μέτρα και μαζί με τα βάθρα υπερβαίνει τα οκτώ μέτρα. Μόνο η κεφαλή του έχει μήκος δύο μέτρα. Η τεχνοτροπία του πιστοποιεί κατά τους ειδικούς ότι είναι έργο του πέμπτου ή του πρώτου μισού του τετάρτου π.Χ. αιώνα. Ως προς τον χρόνο της ανέγερσής του, δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών αφού κανείς από τους αρχαίους συγγραφείς δεν μνημονεύει κάτι γι’ αυτό το μνημείο.

Σύμφωνα με νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα, εικάζεται από ορισμένους αρχαιολόγους ότι ο λέοντας βρισκόταν στην κορυφή του τάφου της Αμφίπολης άποψη που αμφισβητήθηκε.

Σύγχρονες διαδικτυακές λαϊκές δοξασίες θέλουν τον λέοντα να μην έχει γλώσσα, για να μην αποκαλύψει σε ποιον ανήκει ο τάφος, κρατώντας το μυστικό, ή τον δημιουργό του λέοντα να τον ρίχνει στη θάλασσα απογοητευμένος, μετά την διαπίστωση ότι ξέχασε να κατασκευάσει τη γλώσσα.

Σε μία απόσταση περίπου 23 χμ από την Ασπροβάλτα και τα Νέα Βρασνά, πηγαίνοντας προς την Καβάλα, μετά τη γέφυρα του Στρυμόνα, μεταξύ των χαμηλών λόφων, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Αμφίπολης.

Η Αμφίπολη ήταν αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν “Εννέα Οδοί”. Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο της πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχή και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 8ο αιώνα μ.Χ.

Οι ανασκαφές έγιναν για πρώτη φορά το 1956 από την Ελληνική Εφορεία Αρχαιοτήτων.

Σημείο κατατεθέν και έμβλημα της περιοχής αλλά και της Μακεδονίας όλης, είναι το λιοντάρι της Αμφίπολης

Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία του 4ου αιώνα π.χ. που διασώθηκαν και μέχρι τώρα είναι το μοναδικό που αναστηλώθηκε και βρίσκεται σήμερα δίπλα στην παλιά γέφυρα του Στρυμόνα στην επαρχιακή οδό.

Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλές επιτύμβιες στήλες, αναθηματικά ανάγλυφα και αγάλματα, όπως και χρυσά κοσμήματα (στους τάφους). Επίσης βρέθηκαν πολλά αγγεία που μαρτυρούν έντονη εμπορική κίνηση. Εκτός από τα αρχαιότερα ευρήματα, τμήματα των αρχαίων τειχών και το ιερό της μούσας Κλειώς διασώζονται επίσης τμήματα σπιτιών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Πολλά ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αμφίπολης.

Σε απόσταση 70 χιλ. από την Ασπροβάλτα και τα Νέα Βρασνά, βρίσκεται η αρχαία πόλη των Φιλίππων. Η πρώτη επαφή με τον χώρο έγινε το 1861 και ολοκληρώθηκε το 1956 από Έλληνες αρχαιολόγους. Σημαντικά ευρήματα είναι η Εγνατία οδός, τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς, η «φυλακή» του Απόστολου Παύλου, καθώς και το αρχαίο θέατρο το οποίο διαθέτει κυκλική ορχήστρα και παρόδους ισοδομικά χτισμένες.

Η πόλη πήρε το όνομά της το 356 π.χ. από τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φίλιππο Β’. Ο περίβολος των τειχών της πόλης ξεκινούσε από την κορυφή του λόφου και καθώς προχωρούσε στη νότια πλαγιά περιέκλειε στους πρόποδες του λόφου ένα τμήμα της πεδιάδας. Η αρχαιότερη φάση του περιβόλου ανάγεται στην εποχή του Φιλίππου Β΄ και η νεότερη στα χρόνια του Ιουστινιανού Α΄(527-565 μ.Χ.). Το συνολικό μήκος της περιμέτρου των τειχών φτάνει τα 3,5 χλμ.

Το τείχος ενισχύεται από ισχυρούς πύργους. Από πύργους πλαισιώνονται επίσης και οι τρεις πύλες που εντοπίστηκαν στις ανασκαφές. Στους επισκέπτες είναι προσιτή μόνο η τελευταία η οποία ονομάζεται από τους ανασκαφείς πύλη της Νεάπολης, γιατί από αυτήν ξεκινά ο δρόμος που οδηγεί στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινής Καβάλας).

Ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη μια ανάμεικτη περιήγηση, αφού οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ερείπια από την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, και την παλαιοχριστιανική περίοδο. Το οκτάγωνο, η ρωμαϊκή αγορά, οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές, τμήματα των τειχών της πόλης, είναι τα πιο γνωστά από αυτά.

Επίσης το αρχαίο θέατρο Φιλίππων είναι εξίσου ένα αξιόλογο και σημαντικό μνημείο. Βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου της ακροπόλεως και στηρίζεται στο ανατολικό τείχος της πόλης των Φιλίππων.

Ο σημαντικότερος ιστορικός χώρος της Χαλκιδικής, τα αρχαία Στάγειρα, βρίσκονται στη περιοχή Λιοτόπι, δίπλα στη σημερινή Ολυμπιάδα. Η περιήγηση είναι πραγματική απόλαυση. Αν μάλιστα θέλετε να τα δείτε όλα να ξέρετε πως θα χρειαστείτε τουλάχιστον 2 με 3 ώρες και μην παραλείψετε το παραλιακό μονοπάτι το οποίο είναι υπέροχο.

Η πόλη ιδρύθηκε το 655 π.Χ., από Ίωνες αποίκους της νήσου Άνδρου, ενώ λίγο αργότερο έφθασαν άποικοι και από τη Χαλκίδα. Μετά τους περσικούς πολέμους έγιναν και τα Στάγιρα μέρος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας συνεισφέροντας στο κοινό ταμείο. Κατά τον Πελοποννησιακό όμως πόλεμο και συγκεκριμένα το 424 π.Χ., η πόλη αποστάτησε από τους Αθηναίους και συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες. Το γεγονός εξόργισε τους Αθηναίους, οι οποίοι και έσπευσαν να πολιορκήσουν την πόλη, δίχως όμως αποτέλεσμα.

Αργότερα όμως τα Στάγειρα προχώρησαν στο Κοινό των Χαλκιδέων, στην συνομοσπονδία δηλαδή όλων των πόλεων της Χαλκιδικής που είχε έδρα την Όλυνθο. Το 349 π.Χ. η πόλη πολιορκήθηκε και στη συνέχεια υπέκυψε στο βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο το Β΄, ο οποίος και την κατέστρεψε ολοσχερώς, για να την επανιδρύσει όμως σε λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος, προς τιμήν του Αριστοτέλη. Φαίνεται όμως ότι η καταστροφή αυτή από το Φίλιππο σηματοδότησε ήδη την αρχή της παρακμής της πόλης, η οποία άρχισε να φθίνει συνεχώς.

Οταν ο Αριστοτέλης απεβίωσε το 322 π.Χ. στη Χαλκίδα, το σώμα του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, τα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Ανακηρύχθηκε «οικιστής» της πόλης και έκτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Μάλιστα, καθιέρωσαν γιορτή στη μνήμη του, τα «Αριστοτέλεια».

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης στεγάζεται σε ένα νέο κτίριο, που ολοκληρώθηκε το 1995. Όλα τα ευρήματα προέρχονται από τη γύρω περιοχή και απεικονίζουν τη διαχρονική πορεία της πόλης, των αρχαίων και χριστιανικών χρόνων.

Στους εκθεσιακούς χώρους του συνοψίζεται η πολιτιστική ιστορία της Αμφίπολης από τους προϊστορικούς ως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, και στις αποθήκες και τα εργαστήριά του εξασφαλίζεται η στέγαση και πραγματοποιείται η συντήρηση και η μελέτη των ευρημάτων που οι αρχαιολογικές ανασκαφές φέρνουν στο φως.

Μπαίνοντας στο μουσείο βλέπει κανείς την ασημένια λειψανοθήκη και το χρυσό στεφάνι από φύλλα ελιάς που βρέθηκαν σε κιβωτιόσχημο τάφο κατά τη θεμελίωση του μουσείου.

Το κάστρο βρίσκεται στην κορυφή ενός φυσικού λόφου που δεσπόζει στο σημείο που τα βουνά της Μυγδονικής λεκάνης συγκλίνουν και δημιουργούν ένα στενό πέρασμα που επιτρέπει τη διέλευση του Ρήχιου ποταμού και του πανάρχαιου δρόμου επικοινωνίας της Μακεδονίας με την θρακική περιοχή. Αυτός ο δρόμος απέκτησε φήμη την ρωμαϊκή εποχή, γνωστός ως Εγνατία οδός και συνέχισε τη ζωή του και στα βυζαντινά χρόνια, αλλά και την εποχή της τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα.

Οι δυο πλευρές του λόφου είναι απότομες και δυσκολοπροσπέλαστες και δημιουργούν μαζί με τα τείχη του έναν ιδιαίτερα ισχυρό οχυρωμένο χώρο που σκοπός του ήταν να διαφεντεύει και να ελέγχει το δρόμο αυτό.

Ο λόφος βρίσκεται δυτικά του Ρήχειου ποταμού και αποτελεί πραγματικά ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά τοπίο. Η περιοχή μάλιστα προστατεύεται για το φυσικό της κάλλος αλλά και για τη μοναδικότητα της βλάστησης της από διεθνείς συμβάσεις και θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες, από περιβαλλοντικής σημασίας, περιοχές του πλανήτη.

Έχουν βρεθεί συνολικά 9 πύργοι,ππεριπετρικά του τείχους, στην ακρόπολη αλλά και στο εγκάρσιο τείχος του κάστρου. Όλοι οι πύργοι έχουν τετράγωνο σχήμα εκτός από έναν, της εποχής του Ιουστινιανού, ο οποίος είναι κυκλικός. Ανάμεσα στους πύργους ξεχωρίζουν για το μέγεθός τους αλλά και για το ύψος στο οποίο σώζονται ακόμη και σήμερα ο ανατολικός ακρόπυργος και ο δυτικός ακρόπυργος.

Στο παραδοσιακό χωριό των Βρασνών βρίσκεται το Λαογραφικό Μουσείο Βρασνών το οποίο στεγάζεται στον κατάλληλα ανακατασκευασμένο χώρο του παλιού δημοτικού σχολείου, εμβαδού 330 τ.μ. το οποίο κατασκευάστηκε το 1934.

Το μουσείο λειτουργεί ως χώρος συγκέντρωσης και προβολής τοπικών λαογραφικών στοιχείων όπως παραδοσιακές στολές, αγροτικά εργαλεία, αντικείμενα καθημερινής, λαϊκά μουσικά όργανα, οικιακά σκεύη κλπ.

Η Έκθεση Πετρωμάτων, Ορυκτών και Κρυστάλλων φιλοξενείται στο Λαογραφικό Μουσείο Βρασνών. Το υλικό της έκθεσης είναι δωρεά του Μιχάλη Βλάχου και της συζύγου του Ute Gerhard.

Η έρευνα και η συλλογή των πετρωμάτων πραγματοποιήθηκε από τον Μιχάλη Βλάχο και την Ute Gerhard και προέρχεται από πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας όπως: Ξάνθη, Θάσος, Μαρώνεια, Σάππες, Δράμα, Χρυσοπηγη (Γράμμος), Κστοριά, Κίσσαβος, Στρατώνι κλπ. Την οργάνωση, επιμέλεια και παρουσίαση της έκθεσης έχει η Ute Gerhard.

Δίπλα στο χωριό των Σταγείρων, σε μια όμορφη τοποθεσία, βρίσκεται το πάρκο του Αριστοτέλη. Είναι το μοναδικό θεματικό πάρκο της Χαλκιδικής. Αξίζει να το επισκεφθείτε για να δείτε τα ενδιαφέροντα όργανα και να χαρείτε την υπέροχη θέα προς τον κόλπο της Ιερισσού.

Τα πρωτότυπα διαδραστικά όργανα που φιλοξενούνται στο χώρο του άλσους τοποθετήθηκαν το 2003 από τη Δημοτική Επιχείρηση Σταγείρων-Ακάνθου.

Πρόκειται για πειραματικά όργανα που λειτουργούν βάσει των φυσικών νόμων οι οποίοι αναφέρονται στα συγγράμματα του Αριστοτέλη και ιδιαίτερα στο έργο του «Τα Φυσικά». Με αυτή την προσθήκη, το Αλσος του Αριστοτέλη έχει γίνει αγαπημένος προορισμός για όλους τους επισκέπτες και τα σχολεία, καθώς συνδυάζει με τρόπο μοναδικό την αναψυχή, την ψυχαγωγία και την εκπαίδευση.

ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

  • Πυξίδα
  • Τηλεσκόπιο
  • Πρίσμα
  • Ηλιακό ρολόι
  • Φακός
  • Πεντάφωνο
  • Οπτικοί Δίσκοι
  • Εκκρεμές
  • Υδροστρόβιλος
  • Σφαίρες αδράνειας
  • Παραβολικά κάτοπτρα

Εντός του οικισμού των Βρασνών, ψηλά στους πρόποδες των Κερδυλλίων, ο επισκέπτης του Στρυμονικού κόλπου μπορεί να συναντήσει έναν Βυζαντινό πύργο που χρονολογείται από τις αρχές του 15ου αιώνα.

Βρίσκεται μέσα στον αυλόγυρο του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Σύμφωνα με έρευνα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων το οχυρό πρέπει να ήταν τριώροφο και να είχε και στέγαστρο, ίχνη του οποίου δυστυχώς δεν έχουν σωθεί. Το εμβαδόν του εσωτερικά πρέπει να ήταν περίπου 50τ.μ., ενώ το πάχος των τοίχων που ξεκινούσε στα 2,40μ στην βάση του μειωνόταν σταδιακά σε κάθε έναν από τους ορόφους.

Είναι κατασκευασμένος από πολύσχημες και πολύχρωμες πέτρες, που συλλέχθηκαν από την περιοχή, με μικρή χρήση τούβλων και ασβεστοκονιάματος. Στη σημερινή του μορφή διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση μόνο ο ισόγειος χώρος του, ενώ από τον πρώτο όροφο διατηρούνται τμήματα του.

Πληροφορίες για τις ακριβείς συνθήκες που οδήγησαν στην κατασκευή του οχυρού των Βρασνών δεν έχουν βρεθεί. Το σίγουρο είναι ότι το οχυρό εξυπηρετούσε τις αμυντικές ανάγκες του οικισμού που υπήρχε τότε στην περιοχή, ενώ θα πρέπει να χρησίμευε και ως ορμητήριο στρατιωτικών δραστηριοτήτων.